- κόντωσις
- κόντωσις, ἡ (Α)το ψάρεμα με καμάκι που μοιάζει με κοντάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοντώσιν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόντωσις — fishing with a pole fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοντώσιν — και κοντύσιν, τὸ (Μ) κοντό ξύλο και κυρίως το κοντύτερο από τα δύο ξύλα τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο απρμφ. μέλλ. *κοντώσειν ενός αμάρτυρου ρ. *κοντόω / ῶ (< κοντός). Την υπόθεση αυτή… … Dictionary of Greek